- πολύδεσμος
- πολύδεσμοςfastened with many bondsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύδεσμος — η, ο / πολύδεσμος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. γένος μυριαπόδων αρχ. 1. δεμένος, στερεωμένος με πολλούς δεσμούς 2. μτφ. στέρεος, ασφαλής («ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δεσμός (< δέω / δῶ «δένω»), πρβλ. βαρύ… … Dictionary of Greek
πολύδεσμον — πολύδεσμος fastened with many bonds masc/fem acc sg πολύδεσμος fastened with many bonds neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδέσμου — πολύδεσμος fastened with many bonds masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύδεσμοι — πολύδεσμος fastened with many bonds masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολύδετος — ον, Α πολύδεσμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δετός (< δέω / δῶ «δένω»), πρβλ. ισχυρό δετος] … Dictionary of Greek